Charles Bukowski
Charles Bukowski
Biography of Charles Bukowski
Henry Charles Bukowski was an American poet, novelist and short story writer.
His writing was influenced by the social, cultural and economic ambience of his home city of Los Angeles.
It is marked by an emphasis on the ordinary lives of poor Americans,
the act of writing, alcohol, relationships with women and the drudgery
of work.
Bukowski wrote thousands of poems, hundreds of short stories and six novels, eventually publishing over sixty books. In 1986 Time called Bukowski a "laureate of American lowlife". Regarding Bukowski's enduring popular appeal, Adam Kirsch of The New Yorker
wrote, "the secret of Bukowski's appeal. . . [is that] he combines the confessional poet's promise of intimacy with the larger-than-life aplomb of a pulp-fiction hero."
Charles Bukowski
sur la plage de
Santa Monica Beach
en Californie
Charles Bukowski avec son
père Henry Bukowski et sa
mère Kate Fett dans le
jardin de leur maison à
Los Angeles dans les
années 20
Charles Bukowski
avec ses parents
Poems of Charles Bukowski -here http://www.poemhunter.com/charles-bukowski/poems/
"Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙ ΑΘΟΡΥΒΑ
ΚΑΙ ΘΑ 'ΧΕΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ"
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ
Για τον Μπουκόφσκι η ποίηση, μαζί με το ποτό και τον ιππόδρομο, ήταν ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να τα βγάζει πέρα με την τρέλα και τον εφιάλτη, με τις παλαβές φιλενάδες και τις απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, με τους ρημαγμένους κολλητούς και με την ενοχλητική αστυνομία, με την ασχήμια της Αμερικής και την οδύνη του ανθρώπου.
Ήταν ο τρόπος του να συνεχίζει να ζει: ύστερα από μια μέρα εξαντλητικής εργασίας (για όσο καιρό αυτό συνέβαινε), ύστερα από μια μέρα (ή μια εβδομάδα) εξαντλητικής μέθης, ύστερα από έναν άγριο καβγά στον δρόμο ή στο διπλανό μπαρ γύριζε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι του μ' ένα τσιγάρο ή ένα φτηνό πούρο να καίγεται στο τασάκι, έβρισκε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με κλασική μουσική, άνοιγε ένα κουτάκι μπύρα κι άρχιζε, για δυο τρεις τέσσερις ώρες, να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του.
Έγραφε καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ, σαν να έγραφε το καθημερινό του ημερολόγιο, σαν να έκανε τη βραδινή του προσευχή στον διάβολο, σαν να έγραφε τη διαθήκη του ή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα παράχωνε ύστερα στο συρτάρι ή σ' ένα χαρτόκουτο και συνέχιζε να πίνει και να καπνίζει ώσπου να κοιμηθεί.
Όταν ο John Martin , που επρόκειτο να γίνει ο δια βίου εκδότης του, τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του και τον ρώτησε αν έχει τίποτα έτοιμα γραπτά για να του δείξει, ο Μπουκόφσκι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, άνοιξε άλλη μια μπύρα και του είπε να κοιτάξει σ' ένα συρτάρι και να πάρει ό,τι θέλει από κει μέσα: υπήρχαν εκεί ένα σωρό ποιήματα και διηγήματα που είχε γράψει τους τελευταίους μήνες και από τα οποία διάλεξε κάμποσα ο Martin και τα 'βγαλε λίγο καιρό αργότερα σ' έναν τόμο ο Μπουκόφσκι έμαθε ποια από αυτά δημοσιεύτηκαν και με ποια σειρά μόνο όταν πήρε στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο.
Η ίδια περίπου διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Μπουκόφσκι, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα χέρια του εκδότη ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέκδοτων ποιημάτων, που τώρα πια άρχισαν να δημοσιεύονται. Πρόκειται, σύμφωνα με τον μέχρι τώρα εκδοτικό σχεδιασμό, να εκδοθούν πέντε τόμοι με ποιήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βέβαια και τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι ως λίγο πριν από τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1994.
Δύο ογκώδεις τόμοι έχουν κυκλοφορήσει ως σήμερα: ο πρώτος, Sifting through the madness for the word , the line , the way , που εμφανίστηκε το 2003, είναι ποιοτικά μάλλον άνισος, καθώς περιέχει πολλά αδύνατα και προχειρογραμμένα ποιήματα, μαζί με ορισμένα πραγματικά καλά· ο δεύτερος όμως τόμος, The flash of lighting behind the mountain , που κυκλοφόρησε μόλις προ λίγων μηνών και περιλαμβάνει και μια ενότητα με τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι, άρρωστος πια αλλά θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό για τη ζωή που έζησε, μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο και περιμένοντας το τέλος του, είναι εξαιρετικός και επιβεβαιώνει πανηγυρικά την αξία του βραχνού αμερικανού ποιητή. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Κλαμπ Κόλαση, 1942
το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.
κατάντησε να μας γίνει συνήθεια,
τρόπος ζωής.
τρόπος ζωής.
πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.
το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να
καθόμαστε
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.
προκόψαμε με το ποτό και
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.
είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία,
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.
ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.
* * *
τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο
δωμάτιό μου στο
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι
του San Pedro .
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των
τελευταίων;
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ'
αυτό το δωμάτιο.
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους.
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους
κρέμονται έξω.
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους.
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη
φλόγα του αναπτήρα μου.
ρουφάω βαθιά
και να μια λάμψη γαλάζιου
καπνού καθώς
στο λιμάνι
ένα πλοίο βαράει τη
σειρήνα του.
δωμάτιό μου στο
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι
του San Pedro .
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των
τελευταίων;
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ'
αυτό το δωμάτιο.
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους.
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους
κρέμονται έξω.
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους.
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη
φλόγα του αναπτήρα μου.
ρουφάω βαθιά
και να μια λάμψη γαλάζιου
καπνού καθώς
στο λιμάνι
ένα πλοίο βαράει τη
σειρήνα του.
μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς
αναρωτιέμαι πάλι:
τι γυρεύω εγώ
εδώ;
τι γυρεύω εγώ
εδώ;
''πώς είναι η κατάσταση''
πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.
κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.
οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ' αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου
από σεισμό απ' αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.
παρακαλώ
μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και
τις
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.
«Ήμουν αυτό που λένε
αισθηματίας. Συγκινιόμουν με ένα σωρό χαζά πράγματα: γυναικεία παπούτσια
κάτω από ένα κρεβάτι, μια ξεχασμένη φουρκέτα στο νεροχύτη, από τον
τρόπο που έλεγαν «πάω να κατουρήσω», από τις κορδέλες τους, όταν τις
έβλεπα να διασχίζουν το δρόμο 1.30 το απομεσήμερο, από τα ατέλειωτα
βράδια του συντροφικού πιοτού, από τους καβγάδες, τις ψιλοκουβέντες,
τότε που σκέφτεται κανείς την αυτοκτονία. Και ακόμα έλιωνα όταν ένιωθα
να συντελείται το θαύμα, όταν καθόμουν μαζί τους στο αμάξι μου, όταν
αναθυμιόμουν τους έρωτές μου στις 3 τα ξημερώματα, όταν μου έλεγαν ότι
ροχαλίζω, όταν άκουγα τα ροχαλητά τους, όταν μόνος μου σε ένα εστιατόριο
διάβαζα την εφημερίδα μου και ήθελα να ξεράσω γιατί σκεφτόμουν πως τώρα
είναι παντρεμένη με έναν διανοητικά ανάπηρο οδοντίατρο. Όταν έπινα,
όταν χόρευα. Όταν φλέρταρα, όταν φλέρταραν. Όταν κοιμόμουν μαζί τους...»
«Και η αγάπη;» Ρώτησε η Βάλερι.
«Η αγάπη δεν παρουσιάζει προβλήματα σε εκείνους που ξέρουν να αντέξουν
την ψυχική φόρτιση. Είναι σαν να προσπαθείς να κουβαλήσεις έναν
σκουπιδοτενεκέ στην πλάτη σου πάνω από ένα ποτάμι αφρισμένα κάτουρα.»
«Οι ερωτευμένοι συχνά είναι νευρωτικοί, επικίνδυνοι. Χάνουν κάθε αίσθηση
προοπτικής και χιούμορ. Γίνονται υστερικοί, ψυχωτικοί, ανιαροί. Καμιά
φορά γίνονται και δολοφόνοι.»
«Έτσι και αλλιώς οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αδιέξοδες. Μόνο οι δυο
πρώτες βδομάδες έχουν ενδιαφέρον, μετά τα πράγματα γίνονται επίπεδα,
πλαδαρά. Οι μάσκες πέφτουν και εμφανίζονται τα αληθινά πρόσωπα: τρελοί,
ηλίθιοι, παρανοϊκοί, εκδικητικοί, σαδιστές, δολοφόνοι. Η σύγχρονη
κοινωνία έχει δημιουργήσει ανθρώπους που κατασπαράσσουν ο ένας τον
άλλον. Κανίβαλοι. Τα πάντα μοιάζουν με μονομαχία μέχρι θανάτου που
διαδραματίζεται πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου... Η μεγαλύτερη διάρκεια
που μπορούμε να ελπίζουμε για μια σχέση μας είναι δυόμισι χρόνια.»
(Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου, Πηγή: www.lifo.gr
Aπόσπασμα από το «Γυναίκες» Πηγή: www.lifo.gr
Charles Bukowski (Women)
Γράφτηκε το 1978,όταν ο Μπουκόφσκι είχε καταξιωθεί σαν συγγραφέας και ζούσε πλέον άνετα.Αυτό είχε άμεση συνέπεια και στο ύφος του,το οποίο είναι αισθητά πιο μαλακό σε σχέση με παλαιότερα έργα του,τα οποία γράφτηκαν όταν κι αντιμετώπιζε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα.
Ήρωας του βιβλίου είναι ο Χένρι Τσινάσκι,το alter ego του συγγραφέα και
ήρωας σχεδόν σε όλα του τα μυθιστορήματα.
Ο Χένρι λοιπόν,ένας πενηντάρης
συγγραφέας που λατρεύει το ποτό και τις γυναίκες,ύστερα από μια
τετράχρονη σεξουαλική αποχή αποφασίζει να επιστρέψει δριμύτερος στο
παιχνίδι του έρωτα και του σεξ.
Συγγραφέας: Τσαρλς Μπουκόφσκι (Charles Bukowski)
Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου
«Ήμουν αυτό που λένε αισθηματίας. Συγκινιόμουν με
ένα σωρό χαζά πράγματα: γυναικεία παπούτσια κάτω από ένα κρεβάτι, μια
ξεχασμένη φουρκέτα στο νεροχύτη, από τον τρόπο που έλεγαν «πάω να
κατουρήσω», από τις κορδέλες τους, όταν τις έβλεπα να διασχίζουν το
δρόμο 1.30 το απομεσήμερο, από τα ατέλειωτα βράδια του συντροφικού
πιοτού, από τους καβγάδες, τις ψιλοκουβέντες, τότε που σκέφτεται κανείς
την αυτοκτονία.
Και ακόμα έλιωνα όταν ένιωθα να συντελείται το θαύμα,
όταν καθόμουν μαζί τους στο αμάξι μου, όταν αναθυμιόμουν τους έρωτές μου
στις 3 τα ξημερώματα, όταν μου έλεγαν ότι ροχαλίζω, όταν άκουγα τα
ροχαλητά τους, όταν μόνος μου σε ένα εστιατόριο διάβαζα την εφημερίδα
μου και ήθελα να ξεράσω γιατί σκεφτόμουν πως τώρα είναι παντρεμένη με
έναν διανοητικά ανάπηρο οδοντίατρο.
Όταν έπινα, όταν χόρευα. Όταν
φλέρταρα, όταν φλέρταραν. Όταν κοιμόμουν μαζί τους…»
Aπόσπασμα από το «Γυναίκες» Πηγή: www.lifo.gr
Aπόσπασμα από το «Γυναίκες» Πηγή: www.lifo.gr