Jean Moreas-Ζαν Μορέας

http://livresanciens-tarascon.blogspot.gr/2011/07/jean-moreas-edition-originale-dedicacee.html
Zαν Μορέας - Jean Moréas
Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος ή γνωστότερος με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς -Jean Moréas-, (15 Απριλίου 1856-Παρίσι 30 Μαρτίου 1910[1]) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά αλλά είναι περισσότερο γνωστός για την συνεισφορά του στα γαλλικά γράμματα με το ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς.
 Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Αδαμάντιου Παπαδιαμαντόπουλου και της Σκέυως Γιουρδή, εγγονής του ναυάρχου Εμμανουήλ Τομπάζη και της Ξανθής Σαχίνη. Σπούδασε νομικά στη Γερμανία και τη Γαλλία. Ήδη από τα χρόνια των σπουδών του στο Παρίσι είχε ενταχθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα συμμετείχε έντονα στην πνευματική ζωή: ενεπλάκη στη φιλολογική διαμάχη ΡοΐδηΒλάχου και το 1878 δημοσίευσε τη μοναδική ελληνόφωνη ποιητική του συλλογή, Τρυγόνες και Έχιδναι. Το 1880 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι και σταδιοδρόμησε στα γαλλικά γράμματα ως εκπρόσωπος του συμβολισμού. Τα κυριότερα ποιήματά του στα γαλλικά ήταν οι 6 τόμοι με τίτλο Στροφές (Stances). Πέθανε στο Παρίσι το 1910.
Πηγές πληροφοριών
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD_%CE%9C%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AC%CF%82
 http://en.wikipedia.org/wiki/Jean_Moréas
 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_4_06/02/2011_431204

Roses de Damas ...

Roses de Damas, pourpres roses, blanches roses,
Où sont vos parfums, vos pétales éclatants ?
Où sont vos chansons, vos ailes couleur du temps,
Oiseaux miraculeux, oiseaux bleus, oiseaux roses ?

Ô neiges d'antan, vos prouesses, capitans !
A jamais abolis les effets et les causes,
Et pas d'aurore écrite en les métempsycoses :
Baumes précieux, que tous des orviétans !

Surpris les essors aux embûches malitornes.
Les cerfs s'en sont allés la flèche entre les cornes,
Aux durs accords des cors les cerfs s'en sont allés.

Et nous sommes au bois la belle dont les sommes
Pour éternellement demeureront scellés...
Comme une ombre au manoir rétrospectif, nous sommes.
 

The Damask Rose

 Ρόδα της Δαμασκός, λευκά ρόδα, πορφύρες ρόδα,
πού είναι τα μύρα, τα θαμπωτικά τα πέταλά σας;
Και τα χιμαιρικά σας τα φτερά και τα τραγούδια,
πουλιά του θρύλου, ρόδινα πουλιά, πουλιά γαλάζια;

Ω χιόνια του παλιού καιρού! οι παιάνες σας φαμφάρες!
Για πάντα καταλύθηκαν τέλη κι αρχές γεννήτρες,
κι αυγή, ουδέ μεταψύχωση ξανά γραφτή δεν είναι:
ω βάλσαμα ακριβά, και αλησμοβότανα και φίλτρα!

Έσπασαν τ' αναφτέριασμα οι κακότεχνες παγίδες.
Με τη σαΐτα ανάμεσα στα κέρατα, τα λάφια,
στις σπαραχτές των βούκινων κραυγές, τα λάφια εφύγαν.

Κι είμαστε στης Πεντάμορφης το δάσος, που, για πάντα,
άλυτος κι εφτασφράγιστος την περιζώνει ο ύπνος ...;
Τυφλού ερημόπυργου, κλειστού, θαρρείς κι εμοιάσαμε ίσκιοι.


[Jean Moreas, Μετάφραση: Τέλλος Άγρας]



L'éclair illuminait la nuit ...

L'éclair illuminait la nuit de ses beaux feux,
A la vitre déjà retentissait l'orage,
Plein d'angoisse le temps rampait entre nous deux,
Et j'étais là pareil à quelque sombre image.

Tu te berçais au son de ta plaintive voix,
Mais j'osais supputer et ta faute et la mienne,
Et dans mon coeur, c'était comme une affreuse poix
Toute cette clarté de notre vie ancienne.

Va, le ciel peut m'étreindre en sa droite de fer,
Ton âme se montrer à sa Parque infidèle,
Mais fuyant le malheur et le cruel hiver,
Je n'imiterai pas l'étrangère hirondelle.


L'insidieuse nuit...
Μεταφραστής: Μαρία Πολυδούρη     
Απόψε η πλανερή νυχτιά με μέθυσε πολύ ώρα!

Στο παραθύρι σκεφτικός,

Ω, γλυκύτατη αυγή, αγρυπνώ να σε προσμένω τώρα,

μη αργήσης να φανής, ω φως!



Έλα! Μέσα μου η λάμψη σου που θα χυθή σα γαλήνια

στοιχείο ήσυχο μοιάζει.

Σε δέχεται έτσι το νερό έτσι κ' η σκοτείνια

των φύλλων σ' αποστάζει.



Ακινητήστε ω φως, ω αχτίδες, στα σκοτεινιασμένα

τα μάτια μου καθρεφτιστά.

Τώρα που με τον κάθε χτύπο της η καρδιά μου εμένα
σιμώνει τις σκιές πιστά.




Les morts m'écoutent seuls ...

Les morts m'écoutent seuls, j'habite les tombeaux.
Jusqu'au bout je serai l'ennemi de moi-même.
Ma gloire est aux ingrats, mon grain est aux corbeaux,
Sans récolter jamais je laboure et je sème.

Je ne me plaindrai pas. Qu'importe l'Aquilon,
L'opprobre et le mépris, la face de l'injure !
Puisque quand je te touche, ô lyre d'Apollon,
Tu sonnes chaque fois plus savante et plus pure ?

Les morts m' écoutent ...

Μεταφραστής: Κώστας Καρυωτάκης

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ' ακούνε,

εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,

οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε

οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.



Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,

τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!

Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέριμου σε αδράζει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.



Conte d'amour (IV)

Dans les jardins mouillés, parmi les vertes branches,
Scintille la splendeur des belles roses blanches.

La chenille striée et les noirs moucherons
Insultent vainement la neige de leurs fronts :
Car, lorsque vient la nuit traînant de larges voiles,
Que s'allument au ciel les premières étoiles,
 
Dans les berceaux fleuris, les larmes des lutins
Lavent toute souillure, et l'éclat des matins
Fait miroiter encor parmi les vertes branches
Le peplum virginal des belles roses blanches.

Ainsi, ma belle, bien qu'entre tes bras mutins
Je sente s'éveiller des désirs clandestins,
Bien que vienne parfois la sorcière hystérie
Me verser les poisons de sa bouche flétrie,
 
Quand j'ai lavé mes sens en tes yeux obsesseurs,
J'aime mieux de tes yeux les mystiques douceurs
Que l'irritant contour de tes fringantes hanches,
Et mon amour, absous de ses désirs pervers,
 
En moi s'épanouit comme les roses blanches
Qui s'ouvrent au matin parmi les arbres verts.

Dans le jardin taillé ...

Dans le jardin taillé comme une belle dame,
Dans ce jardin nous nous aimâmes,
sur mon âme !

Ô souvenances, ô regrets de l'heure brève,
Souvenances, regrets de l'heur.
Ô rêve en rêve
Et triste chant dans la bruine et sur la grève. Chant triste et si lent et qui jamais ne s'achève,
Lent et voluptueux,
cerf qui de désir brame,

Et tremolo banal, aussi, de mélodrame :
C'est la table rustique avec ses nappes blanches Et les coupes de vins de Crète, sous les branches, La table à la lueur de la lampe caduque ; Et tout à coup, l'ombre des feuilles remuées Vient estomper son front bas, son front et sa nuque Gracile. La senteur des fleurs exténuées S'évapore dans les buées Hélas ! Car c'est déjà la saison monotone,
  L'automne sur les fleurs et dans nos coeurs l'automne. Et ce pendant qu'elle abandonne Ses doigts aux lourds anneaux à ma lèvre, j'écoute, J'écoute les jets d'eau qui pleurent goutte à goutte.
 


Δημοφιλείς αναρτήσεις

Εικόνα

Poems of Spring